Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οίκυλα — οἴκυλα, τὰ (Α) είδος δημητριακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., πιθ. συνδέεται με λατ. vicia «είδος κυάμου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
οἴκυλα — a kind of grain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)